- πρωτοστρατηγία
- πρωτο-στρᾰτηγία, ἡ,A office of chief στρατηγός, Μους. Σμυρν.1875.131 ([place name] Philadelphia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτοστρατηγία — ἡ, Α το αξίωμα τού πρωτοστρατήγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στρατηγία] … Dictionary of Greek